Κάθε φορά που ζητούσαμε ένα ποτήρι νερό, θυμάμαι τον πατέρα μου να τρέχει να μας φέρει. Και κάθε φορά μάς έσπαγε τα νεύρα γιατί έπινε πρώτα μια μικρή γουλιά πριν μας το δώσει.
“Ελα ρε μπαμπά, γιατί το κάνεις αυτό; Πάρε δικό σου ποτήρι! Μπλιάξ!”
Κάποια μέρα μάθαμε και την ιστορία:
Σε κάποιο ταξίδι του στην Κίνα έμαθε ότι ένας πατέρας έδωσε νερό στα παιδιά του από ένα μπουκάλι και αυτό ήταν δηλητηριασμένο. Πέθαναν και τα επτά. Κι αυτό τον συγκλόνισε.
“Ε καλά και άμα πιεις θα το καταλάβεις το δηλητήριο με τη γεύση;” συνεχίζαμε εμείς το δούλεμα. “Τι χαζομάρες είναι αυτές και μας σαλιώνεις τα ποτήρια;”
“Μπορεί να μην το καταλάβω απ’ τη γεύση, αλλά τουλάχιστον, θα πεθάνω κι εγώ.”
Κάθε φορά που βάζω νερό από τη βρύση στα παιδιά πίνω και μία και σε θυμάμαι και χαμογελάω.
Ε μπαμπά, για πες μου, είμαι καλό παιδί; Είσαι περήφανος για μένα;