Ενα κομμάτι μπρούτζος το ένα, ένα κομμάτι μπρούτζος και το άλλο. Θα μου πεις τι συγκρίνεις τώρα; Τι συγκρίνω; Δύο αγάλματα.
Δεν ξέρουμε αν ο Ηνίοχος έμοιαζε του παλικαριού που απεικονίζει και δεν μας νοιάζει κι όλας. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποιασδήποτε ηλικίας, από οποιαδήποτε χώρα και κουλτούρα τον δει, χωρίς να του εξηγήσουν και να του περιγράψουν τίποτα για το άγαλμα, βλέπει ολοζώντανο έναν αθλητικό νεαρό οδηγό κούρσας, με την έξαψη της νίκης αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, τη δύναμη, την ομορφιά και την ορμή των νιάτων που δεν μπορεί να κρυφτεί και την απίστευτη ένταση του καθαρού βλέμματος που δείχνει ταυτόχρονα την κατάκτηση αλλά και το νεαρό της ηλικίας.
Όλα αυτά με μια ματιά. Με τη δεύτερη, τα πυκνά μαλλιά, η κορδέλα, τα ρούχα, τα γκέμια, σου δίνουν την εντύπωση ότι αυτό συνέβη μόλις τώρα, πριν λίγες στιγμές, νοιώθεις τη σκόνη στον αέρα, σχεδόν τη γεύεσαι, νομίζεις πως ακούς τις οπλές των αλόγων και τα ζήτω του πλήθους μες στα αυτιά σου.
Κοιτάς κατάματα το άγαλμα και νοιωθεις την αδρεναλίνη να κυλάει και στο δικό σου σώμα. Είναι δευτερόλεπτα μετά την νίκη κι είναι ακόμη κυριευμένος από την ένταση της κούρσας. Πως είναι δυνατόν κάτι μεταλλικό, άψυχο κι αλύγιστο να είναι τόσο ζωντανό;
Ο Ηνίοχος, δεν έχει όνομα. Δεν χρειάζεται. Είναι σγουρομάλλης, ντυμένος ελαφρά, φοράει κορδέλα στα μαλλιά για να μην του πέφτουν στα μάτια και να συγκρατεί τον ιδρώτα. Στα χέρια του χτυπάνε οι φλέβες την ώρα που σφίγγει τα γκέμια.
Μπορείς να τον φανταστείς να στήνει το τέθριππό του στη σειρά, πλάι πλάι με άλλους νέους της εποχής του, και να προσπαθεί να τιθασεύσει τα άλογά του αδημονώντας να φάνε τα άλλα αγόρια τη σκόνη του. Και το καταφέρνει.
Είναι όπως κάθε σημερινός νέος που στήνει το αμάξι του στη γραμμή για κόντρες με τους φίλους του μαρσάροντας και περιμένοντας τη νίκη. Οχι, η κούρσα αυτή δεν έγινε πριν λίγα λεπτά στη λεωφόρο, αλλά πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια στο στάδιο. Μα δεν είναι καθόλου δύσκολο να την φανταστείς.
Ας πάμε στο άλλο άγαλμα τώρα
Προσπαθεί να απεικονίσει ένα πλάσμα που το γνωρίζουμε. Εμείς. Η επόμενη γενιά δεν θα το ξέρει, δεν θα την έχει δει, άρα το άγαλμά της θα πρέπει να μας λέει ποια ήταν.
Θα πρέπει να μας δείχνει την απόκοσμη όψη της έμπνευσης, που διακατέχει τη γυναίκα αυτή με το θείο χάρισμα.
Αυτήν που ένας λαρυγγισμός της καθήλωνε χιλιάδες ανθρώπους και τους έπαιρνε τη φωνή. Αυτήν που ήταν ένα δοχείο συναισθημάτων κι όταν άνοιγε το στόμα της δεν είχε ηλικία, είχε μόνο συναίσθημα και μουσική.
Αυτή που δεν ήταν η ίδια εκεί όταν τραγουδούσε, αλλά η φωνή των ουρανών εκφραζόταν μέσα από την ψυχή της και οι άγγελοι κατέβαιναν να τη σιγοντάρουν.
Αυτήν που ήταν πάντα νέα, όπως νέα είναι η αγάπη, η ένταση, η απελπισία, ο οργή, η θλίψη, η εγκατάλειψη, η χαρά, η απόγνωση, η συντριβή, ο έρωτας, γιατί δεν μπορεί να γεράσει.
Αυτήν που είπε χωρίς λόγια στους θνητούς ανθρώπους, πως έχουν μέσα τους ένα κομμάτι αθάνατο.
Αν όλα αυτά τα βλέπετε όταν κοιτάτε το γυαλιστερό χρυσαφένιο άγαλμα, πάω πάσο και δεν έχω ιδέα από τέχνη. Εγώ πάντως βλέπω μία κουρασμένη, ταλαιπωρημένη γυναίκα, αταίριαστη με την υφή του αγάλματός της, με αδρά χαρακτηριστικά, ρούχα Μπόλυγουντ και αισθητική αντιγραφής αρχαιοελληνικού αγάλματος των Σκοπίων.
Μην παραξενεύεστε λοιπόν με τον σάλο που προκλήθηκε στα ΜΜΕ από τον κόσμο. Και ναι έμοιαζε και με τον C3pO από τον Πόλεμο των Αστρων, και με την Ολιβ του Ποπάϋ και με την συχωρεμένη τη Ζαφειρίου όταν υποδυόταν τη χαροκαμμένη μάνα, και με έκθεμα από το χρυσό σαλόνι της Πατούλαινας και με την θειά την Αμερσούδα που τρία βρακιά φορεί.
Η καζούρα ήταν απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη, καθώς δεν μπορείς να επιβάλεις στον κόσμο πως να νοιώθει όταν βλέπει κάτι.
Ο Ηνίοχος που δεν θα μάθουμε μάλλον ποτέ το όνομά του, είναι πια ένας Μύθος που έμεινε αθάνατος στους αιώνες των αιώνων κι όλο η φήμη του μεγαλώνει. Δεν χρειάζεται καμμιά υπεράσπιση.
Η Μαρία Κάλλας, με όνομα, επιτεύγματα και ταυτότητα γνωστά, διασύρεται βάναυσα και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης (κάτι που η ίδια έτρεμε), χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται για αυτό και χωρίς να μπορεί πια να υπερασπιστεί τον Μύθο της.
Και για αυτόν τον λόγο φωνάζουμε. Μην την προσβάλλετε άλλο προσπαθώντας να υπερασπιστείτε «τη δική σας ματιά». Δεν υπάρχει δική σας ματιά. Κατεβάστε το, λιώστε το και φτιάξτε κάνα παγκάκι.